-
1 κρόταλον
κρόταλον, τό, Klapper, nach Schol. Ar. Nubb. 259 ein gespaltenes Rohr, κατασκευαζόμενον ἐπίτηδες, ὥςτε ἠχεῖν, εἴ τις δονοίη ταῖς χερσί; auch von Erz od. von Muschelschaalen nach Eust.; z. B. κρόταλα χαλκοῠ neben τυμπάνων ἀράγματα Eur. Cycl. 204; Βρόμια Hel. 1324; Her. 2, 60 von Frauen gespielt; vgl. δίσκος; χειροτυπὴς κροτάλων πάταγος Mel. 260 (V, 175); vgl. auch Ath. IV, 176 a. – Uebertr., Zungendrescher, Plappermaul, Ar. Nubb. 260. 448; auch adj., οἶδ' ἄνδρα κρόταλον Eur. Cycl. 404. – Nach Suid. auch masc. – Nach Eumach. bei Ath. XV, 681 e hieß auch die Narcisse so.
-
2 κρόταλον
A clapper, used in the worship of Cybele, h.Hom.14.3, Pi.Fr.79, Hdt.2.60, Arist.Mir. 839a1; of Dionysus, E.Hel. 1308 (lyr.), cf. Cyc. 205: generally, in dances, AP 5.174 (Mel.), 11.195 (Diosc.).II sg., metaph., of persons, ' rattle', Ar.Nu. 260, 448 (anap.);οἶδ' ἄνδρα, κρόταλον δριμύ E.Cyc. 104
.III a name for the narcissus, Eumach. ap. Ath.15.681e.IV κόρταλος σημαίνει τὸν κρότον τῆς ψυχῆς EM post κορυθαίολος (cod. Voss.); κορτάλων is perh. required by the metre in E.Hyps.Fr.1 ii 9 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρόταλον
См. также в других словарях:
κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… … Dictionary of Greek